pajizo - ορισμός. Τι είναι το pajizo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι pajizo - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA

pajizo         
adj.
1) Hecho o cubierto de paja.
2) De color de paja.
pajizo         
pajizo, -a
1 adj. Referido, por ejemplo, a una vivienda o construcción, hecho o cubierto de paja.
2 Se aplica al *color o el *aspecto como el de la paja y a las cosas que lo tienen.
3 Como paja.
pajizo         
Sinónimos
adjetivo

Βικιπαίδεια

Pajizo

Pajizo puede referirse a:

  1. La paja, nombre genérico que se le da al tallo seco de las gramíneas.
  2. El nombre común de la planta Sisymbrium officinale.
  3. Persona que tiene una adicción a la masturbación ya sea Hombre o Mujer
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για pajizo
1. "Es divertida la dinámica que se crea, porque se supone que son mensajes privados entre dos personas pero los acaba leyendo todo el mundo", ríe Bartholl, bajo un flequillo rubio pajizo.
2. Uno me dijo que no le gustaba que Obama fuera negro, pero mucho menos el gatillo ligero de McCain". El arquero George, que peina una coleta rubio pajizo y al final no compró la ballesta, no tiene ese problema: aborrece el color de la piel del senador de Illinois y adora la proclividad del republicano a los arsenales como herramienta de la diplomacia.
Τι είναι pajizo - ορισμός